μήνουρος

μήνουρος
η зоол, лирохвост

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μήνουρος" в других словарях:

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

  • μηνουρίδες — (Menurides). Οικογένεια στρουθιόμορφων πτηνών μήκους 60 ώς 90 εκ., στην οποία ανήκει το πουλί μίνουρος. Η ουρά του αρσενικού αποτελείται από 16 φτερά, από τα οποία τα εξωτερικά, που είναι και τα πιο μεγάλα, είναι καμπυλωτά, ενώ τα μεσαία είναι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»